- τυρίδιον
- τῡρίδιον [pron. full] [ρῐ], τό, Dim. of τυρός, dub. cj. in Epich.92, D.L.6.36 ([place name] Cobet).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού τυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ὑδρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek